- ἐναμίλλως
- ἐνάμιλλοςengaged in equal contest withadverbialἐνάμιλλοςengaged in equal contest withmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενάμιλλος — η, ο (Α ἐνάμιλλος, ον) αυτός που μπορεί να διαγωνίζεται με άλλους, εφάμιλλος, ισάξιος, ίσος, ισόπαλος. επίρρ... εναμίλλως εφάμιλλα, ισάξια, όμοια … Dictionary of Greek